- μακκαρθισμός
- και μακαρθισμός, ο1. (στις ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο) περίοδος διωγμών εναντίον φιλελεύθερων πολιτών και ιδίως ανθρώπων τού πνεύματος και τής τέχνης οι οποίοι θεωρούνταν ύποπτοι για την ανάπτυξη «κομμουνιστικής δραστηριότητας»2. κίνηση ή στάση που στρέφεται εναντίον τής ελεύθερης πνευματικής ή καλλιτεχνικής δημιουργίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Τζόζεφ Μακ Κάρθυ + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.